γδάρσιμο, το, ουσ. [<γδέρνω], το γδάρσιμο· η απόσπαση υπέρογκου χρηματικού ποσού από κάποιον: «είπαμε να του πάρεις λεφτά, αλλά όχι και τέτοιο γδάρσιμο, ρε παιδάκι μου!»·
- θέλει γδάρσιμο, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν όντως σήκωσε χέρι στη μάνα του, θέλει γδάρσιμο». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω γδάρσιμο, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «θέλω γδάρσιμο που δε βοήθησα το φίλο μου». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα.